πολύζωος

πολύζωος
(I)
-ον, Α
ο πολυζώητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ζωος (< ζωή), πρβλ. δί-ζωος, εύ-ζωος].
————————
(II)
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλά ζώα («πολύζῳος ἀγέλα», Φίλ.)
2. (για τον ζωδιακό κύκλο) αυτός που έχει πάρει το όνομά του από πολλά ζώα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύζῳον
πολυσύνθετο ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ζῷον (πρβλ. αὐτό-ζῳος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολύζωος — long lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύζωον — πολύζωος long lived masc/fem acc sg πολύζωος long lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύζῳον — πολύζῳος consisting of many animals masc/fem acc sg πολύζῳος consisting of many animals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυζῴους — πολύζῳος consisting of many animals masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυζώοις — πολύζωος long lived masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυζώοισιν — πολύζωος long lived masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύζωοι — πολύζωος long lived masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυζωώ — έω, Α [πολύζωος] (για την Ίσιδα) είμαι γεμάτος ζωή …   Dictionary of Greek

  • πολυζώητος — η, ο / πολυζώητος, ον, ΝΜ 1. μακρόβιος, πολύζωος 2. πολύ ηλικιωμένος, πολυετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζῶ (πρβλ. κακο ζώητος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”